αριστοτεχνία

αριστοτεχνία
η мастерство; виртуозность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αριστοτεχνία" в других словарях:

  • αριστοτεχνία — η (Μ ἀριστοτεχνία) [αριστοτέχνης] η άριστη τέχνη, η έξοχη ικανότητα, η δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • αριστοτεχνικός — ή, ό αυτός που δημιουργήθηκε ή επιτελέστηκε με άριστη τέχνη, ο τέλειος από καλλιτεχνική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μαεστρία — η 1. το γνώρισμα τού μαέστρου, τού διευθυντή ορχήστρας 2. συνεκδ. μεγάλη δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία, μεγάλη ικανότητα, ιδίως στις καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestria] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»